Του Αγίου Ευθυμίου (20 Ιανουαρίου)

 

Από την παραμονή της γιορτής οι νοικοκυρές ετοίμαζαν μια κουλούρα από καλαμποκίσιο αλεύρι, τη μπομπότα. Ανήμερα της γιορτής την πήγαιναν στην εκκλησία και αφού τη διάβαζε ο παπάς την έπαιρναν πάλι και την έδιναν μπουκιά μπουκιά να τη φάνε τα ζώα του σπιτιού για να έχουν προκοπή.

Αποκριές

Με το που άνοιγε το Τριώδιο, από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου, άρχιζε το μασκάρεμα μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, πριν την Καθαρή Δευτέρα.
 
Ντύνονταν όλοι, μικροί και μεγάλοι, νέοι και γέροι. Φορούσαν τα ρούχα ανάποδα, παλιόρουχα, κάπες και ό,τι άλλο έβρισκαν φτιάχνοντας απίθανους και αταίριαστους συνδυασμούς. Οι άντρες ντύνονταν νύφες και οι γυναίκες γαμπροί. Άλλοι ντύνονταν γριές, κρατούσαν ρόκα προσποιούμενοι ότι γνέθουν, καμπούριαζαν και περπατούσαν αργά μιμούμενοι τη φωνή κάποιας γερόντισσας. Άλλοι έπαιρναν μπαστούνια και έκαναν τους γέρους σατιρίζοντας τα γεράματα. Έβαφαν το πρόσωπο με καπνιά και έβαζαν στις τσέπες τους στάχτη για να την πετάξουν σε όσους έκαναν άσεμνα πειράγματα.
 
Το Σάββατο πριν την Κυριακή της Τυρινής, οι νέοι του χωριού πήγαιναν να κόψουν κέδρα για να τα κάψουν στην πλατεία και στις γειτονιές του χωριού την άλλη μέρα. Αν είχε χιόνια και δεν μπορούσαν να βγουν στο βουνό, έμπαιναν στις αυλές και στις καλύβες κρυφά και έκλεβαν κέδρα που είχαν οι νοικοκυραίοι για να φάνε τα ζωντανά τους.
 
Το Σάββατο το βράδυ οι δρόμοι του χωριού γέμιζαν χαρούμενες φωνές από τις παρέες των μασκαράδων. Παντού άκουγες γέλια και πειράγματα.
 
Οι παρέες αυτές πήγαιναν σε φιλικά ή συγγενικά σπίτια και οι σπιτονοικοκυραίοι προσπαθούσαν να μαντέψουν την ταυτότητα των μασκαράδων. Αυτοί με τη σειρά τους για να τους παραπλανήσουν έπαιζαν θέατρο και στην προσπάθειά τους αυτή δημιουργούνταν κωμικές καταστάσεις με πολύ γέλιο.Στο τραπέζι τους φίλευαν πίτες, τυρί, αυγά, ελιές, τουρσί και κρασί ή τσίπουρο.
 
Την Κυριακή της Τυρινής, μετά την εκκλησία, τα καρναβάλια ξανάβγαιναν στους δρόμους του χωριού και στα σπίτια το τραπέζι ήταν μόνιμα στρωμένο με τις λιχουδιές που αναφέραμε.
 
Το βράδυ συγκεντρώνονταν στην πλατεία ή στις γειτονιές και άναβαν φωτιές με τα κέδρα που είχαν συγκεντρώσει. Γύρω από τη φωτιά χόρευαν με τα κλαρίνα να τους συνοδεύουν. Όταν η φωτιά χαμήλωνε πηδούσαν από πάνω για να δείξουν την αξιοσύνη τους αλλά και για να καθαριστούν. Ανάμεσα στην πάνω και στην κάτω γειτονιά καλλιεργούνταν ένας ανταγωνισμός για το ποιος έχει μεγαλύτερη φωτιά.
 
Το έθιμο της φωτιάς, όπως σημειώνουν οι λαογράφοι, συμβολίζει τον καθαρμό, τον εξαγνισμό από το κακό και δίνει την ευκαιρία να γεννηθεί κάτι αγνό και καινούριο.
Τα τραγούδια που τραγουδούσαν ήταν:
 
«Τον ψηλό τον άνδρα»
«Μην τον αγαπάτε τον ψηλόν τον άντρα
Πόσπερνε το χρόνο τρία στάχυα σπόρο
Κι έκλαιγε βρυχιόταν ποιος θα τον θερίσει
Ποιος θα τον θερίσει να τον βοτανίσει.
 
Κι η έρμη η γυναίκα τον παρηγορούσε:
-Σώπα σώπα άντραδίνουμε καμπόσα
δίνουμε καμπόσα να τα βοτανίσουν
να τα βοτανίσουν να μας τα θερίσουν.»
 
Με το τραγούδι αυτό σατίριζαν τον τεμπέλη άντρα.
 
Άλλο τραγούδι αποκριάτικο ήταν το «Μπράϊ». Μ’ αυτό σατίριζαν τον τύπο του γυναικά.
«Μπράϊ πο την πόλη κι ως τη Σαλονίκη
γαϊτάνι πλέκει κι άϊ δεν αδειάζει
κι άϊ δεν αδειάζει να κυνηγήσει
να κυνηγήσει λαγόν περδίκα.
Μον κυνηγούσε τα μαύρα μάτια.
Μαύρα μου μάτια κι άϊ πλουμισμένα
Κλαίγαν τα μάτια μ’ όλο για σένα.»
 
 
Το τραγούδι «Δυο δυο» αναφέρονταν στα αρνητικά του γάμου και τι καλύτερη ευκαιρία από τη στιγμή του καρναβαλιού.
«Δυο δυο κι άλλα δυο
μπάτε κορίτσια στο χορό
Μπατέ κορίτσια στο χορό
Τώρα που έχετε καιρό
Γιατ’ αύριο παντρεύεστε
Σπιτονοικοκυρεύεστε.
Δε σας αφήν οι άντρες σας
Να πάτε στις μανάδες σας.
Δε σας αφήν’ ο πεθερός
Να πάτ’ εκεί που ‘ν ο χορός.
Δε σας αφήν’ η πεθερά
Να πάτ’ εκεί που ‘ν η χαρά
Δε σας αφήνουν τα παιδιά
Να πάτε σ’ άλλη γειτονιά.
Τους άντρες τους μεθύζουμε
Και τους αποκοιμίζουμε
Και τον κακό τον πεθερό
Τον δένουμε απ’ τον αργαλειό
Και την κακιά την πεθερά
Τη δένουμε απ’ την πυροστιά
Και τα παιδιά τα δέρνουμε
Κοντά μας δεν τα παίρνουμε
Του στρώνω δω του στρώνω κει
Του στρώνω έξω στην αυλή
Του στρώνω πέντε στρώματα
Πέντ’ έξι σκυλοτόμαρα
Του βάζω για προσκέφαλο
Ένα γαϊδαροκέφαλο.»
 
Το τραγούδι «Αχ μάνα μου» αναφέρεται κι αυτό στις δυσκολίες του γάμου:
«Αχ η μάνα μου, η κυρά μάνα μου
μικρή με πάντρεψε και με βασάνισε.
Μ’ έδωσε μακριά στην πάνω γειτονιά
Ήβρα πεθερά σαν την τριανταφυλλιά
Ήβρα πεθερό σαν τον αυγερινό
Ήβρα κι αντραδέρφια δυο που αχ να μην τα χαρώ.
Νύχτα με σήκωναν τα μεσάνυχτα
-Σήκω νύφη μας και κυρά νύφη μας
Σήκω να φτιάξεις τον καφέ για να πιεί ο πεθερός
Για να πιεί η πεθερά να πιουν τα αντραδέρφια δυο
Αχ που να μην τα χαρώ.»
 
Για τις γυναίκες που …αγαπούσαν πολύ τους άντρες τους τραγουδούσαν το ‘Άιντε ήρθε ο άντρας σου»:
«-Άιντε μωρέ άιντε ήρθ’ ο άντρας σου
-Άι κι αν ήρθε μωρέ κι αν τι
κι ου χουρός καλά κρατεί.
-Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πείνασε
-Άι κι αν πείνασε κι άι τι
κι ου χουρός καλά κρατεί
Το ψωμί είναι στο μεσάλι
Δώστε του να φάει τη ζάλη
-Άιντε μωρε άιντε ν’ ότι θέλ’ φαΐ.
-Το φαΐ είναι στη μισούρα (βαθύ πιάτο)
δώστε του να φάει τη ζούρα
- Άιντε μωρ’ άιντε ν’ ότι πέθανε
- Άι κι αν πέθανε κι άι τι
- Κι ου χουρός καλά κρατεί.
Βάλτε τον βαθιά βαθιά
Να μη βγει καμιά βραδιά
Κι μας σκιάξει τα παιδιά
Τα παιδιά στη γειτονιά.»
 
Το τραγούδι «Έβαλα γρ-γρ-γρ»
«Έβαλα γρ-γρ-γρ έβαλα μια κλωσσαριά
με σαρά γρ-γρ-γρ με σαρανταπέντε αυγά
κι έβγαλε γρ-γρ-γρ κι έβγαλε κι αυτή δυο πλια
το ‘να ει γρ-γρ-γρ το’να είναι πέτσιοτας
τα’ άλλο ει γρ-γρ-γρ τ’ άλλο είναι κόκοτας.»
 
Το τραγούδι «Καλογριά» έχει σεξουαλικά υπονοούμενα απόλυτα συμβατά με το αποκριάτικο πνεύμα.
«Καλογριά έχ’ ο καλογριά έχ’ όμορφον υγιό
βάι βάι πουλί μου κι όμορφο παλικάρι
τον ζήλευε τον ζήλευε η γειτονιά
βάι βάι πουλί μου τον ζήλευε η χώρα.
Τον ζήλεψε κι η καλογριά
Βάι βάι πουλί μου άντρα για να τον κάνει
-Έλα γιόκα μ’, έλα γιόκα μ’ να πέσουμε
βάι βάι πουλί μου να κοιμηθούμ’ αντάμα
-Σώπα καλο- σώπα καλογριάμην το λες
βάι βάι πουλί μου και μην το κουβεντιάζεις
μην μας ακού- μην μας ακούσει ο Θεός
βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δε θα βρέξει
Μη μας ακού- μην μας ακούσει η μαύρη γης
Βάι βάι πουλί μου τρεις χρόνους δεν καρπίσει.»
 
Στο χωριό έλεγαν και τα πανελληνίως γνωστά τραγούδια «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» και το «Στης ακρίβειας τον καιρό»:
»Στης ακρίβειας τον καιρό
Επαντρεύτηκα κι εγώ
Εμ και παίρνω μια γυναίκα
Που ‘τρωγε για πέντε δέκα
Μόλις την επρωτοπήρα
Μου ‘φαγε μια προβατίνα
Και τη δεύτερη βραδιά
προβατίνα μ’ εξι αρνιά
κι όταν πήγαινε να χέσει
έτρεμε ο χαλές να πέσει
κι όταν πάει να κατουρήσει
να ‘ταν μύλος να γυρίσει.»
 
Πολλές φορές αυτά τα τραγούδια τα τραγουδούσαν χορωδιακά σε παρέες χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων.
Την Κυριακή της Τυροφάγου τα νιόπαντρα ζευγάρια και τα παιδιά πήγαιναν να επισκεφθούν τους κουμπάρους και το νουνό τους. Εκεί τους φίλευαν αυγά τηγανιτά, πίτες με τυρί και φεύγοντας τους πρόσφεραν ένα αυγό βραστό να το πάρουν μαζί τους. Η επίσκεψη έπρεπε να γίνει μέχρι το απόγευμα γιατί μετά είχαν να πάνε στις φωτιές.
Αφού τελείωναν με τους χορούς στις φωτιές μαζεύονταν σε συγγενικά σπίτια και μασκαρεμένοι όπως ήταν έκαναν το έθιμο του «χάσκα»
 
 
Το έθιμο του "χάσκα"
 
Από μια ρόκα κρεμούσαν ένα βρασμένο αυγό και η νοικοκυρά με προσεκτικές κινήσεις σημάδευε το στόμα του καθενός της παρέας με τη σειρά κι αυτός με τη σειρά του, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, έπρεπε να το πιάσει μόνο με το στόμα. Αν το κατάφερνε έτρωγε το αυγό και στη συνέχεια έβαζαν άλλο για να προσπαθήσει κι ο επόμενος.
 
 
Το έθιμο αυτό το κάνουν και σε άλλες περιοχές και μάλιστα αντί για αυγό βάζουν ένα γλυκό.
Την Κυριακή της Τυρινής υπήρχε κι ένα άλλο όμορφο και βαθιά ανθρώπινο έθιμο. Αν κάποιον τον βάραινε κάποιο μικρό ή μεγάλο κρίμα πήγαινε στον συγγενή του και ζητούσε συγχώρεση. 

Η Καθαρή Δευτέρα

Πρωί πρωί [επρεπε να καθαρίσουν τα αγγειά του σπιτιού. ΄
 
Έβαζαν να βράσει νερό με στάχτη κι έφτιαχναν έτσι την «καταστάλα». Μ’ αυτήν έτριβαν όλα τα μαγειρικά σκεύη για να είναι καθαρά. Μαζί καθάριζαν βέβαια και όλο το σπίτι.
 
Το τραπέζι τη μέρα αυτή έχει πια μόνο νηστίσιμα φαγητά: φασολάδα αλάδωτα, τουρσί, ελιές, ξηρούς καρπούς και «σκίσματα» για γλυκό. Αυτά ήταν φέτες από αποξηραμένα φρούτα τα οποία τα έβραζαν και τα έτρωγαν σαν κομπόστα. Οι πιο ηλικιωμένες γυναίκες δεν έβαζαν τίποτα στο στόμα τη μέρα αυτή. Στα μικρά παιδιά που ήθελαν να φάνε τυρί τους έλεγαν: «Πάει το τυρί, το πήρε ο κουτσογόμαρος και το πήγε στο Σμόλικα! Θα το φέρει το Πάσχα!»
 
Το απόγευμα έβγαιναν τα όργανα στην πλατεία όπου οι κάτοικοι μασκαρεμένοι χόρευαν και γλεντούσαν.
 
Ό,τι περίσσευε από τα αρτύσιμα φαγητά της Κυριακής της Τυρινής τα έτρωγαν το ερχόμενο Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Οι προνομιούχοι βέβαια ήταν οι άντρες και τα παιδιά.
 

 

25η Μαρτίου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Τα παιδιά του χωριού από την παραμονή της γιορτής πήγαιναν στους τσελιγκάδες και έπαιρναν τα μεγάλα κυπριά και τις κουδούνες που έβαζαν στα ζωντανά τους. Διάλεγαν τα μεγαλύτερα για να κάνουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο θόρυβο. Τα περνούσαν σε ένα στρογγυλό και μακρύ ξύλο, τα φορούσαν στο λαιμό ή τα κρατούσαν στο χέρι και περιφέρονταν στους δρόμους. Τα κουνούσαν με δύναμη και τραγουδούσαν:
 
«Ήρθε η Βαγγελίστρα
τι χαρά μεγάλη
κόψε το κεφάλι
ρίξ’ το στο ποτάμι
να το φαν’ τα τσιροπούλια
και τα μαύρα χελιδόνια.»

 

Τα κάλαντα του Ευαγγελισμού
 
Ένα από τα παιδιά κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα κεράσματα. Οι νοικοκυρές έβγαιναν στις πόρτες και τους έδιναν αυγά, ξηρούς καρπούς, καραμέλες και σπάνια χρήματα.
 
Ο δυνατός θόρυβος ήταν ένας τρόπος να διώξουν τον κακό χειμώνα και να πανηγυρίσουν τον ερχομό της πολυπόθητης άνοιξης.

ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Το Σάββατο του Λαζάρου

Την ημέρα αυτή τα παιδιά του χωριού έλεγαν κάλαντα κρατώντας στα χέρια τους τα ‘χελιδόνια’.
 
Τα ‘χελιδόνια’

Τα ‘χελιδόνια’ ήταν ένα ξύλο που είχε έλικες από χρωματιστά χαρτιά και καθώς τα παιδιά το κουνούσαν πάνω κάτω περιστρέφονταν. Το παιχνίδι αυτό το έφτιαχναν τα παιδιά μόνα τους. Στην κορυφή του ξύλου ΄΄εβαζαν ένα σκαλιστό ξύλινο πουλάκι.
 
Εκτός από τα ‘χελιδόνια’ ένα παιδί κρατούσε ένα σταυρό στολισμένο με λουλούδια. Ένα άλλο παιδί κρατούσε ένα καλάθι για να μαζεύει τα αυγά που τους έδιναν οι νοικοκυρές.
Τραγουδούσαν τα παρακάτω τραγούδια:
 
«Σήμερα έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος Θεός
και στην πόλη Βηθανία με κλαδών και με βαΐα.
Βγείτε σας παρακαλούμε για να σας διηγηθούμε
Για να μάθετε τι εγίνει σήμερα στην Παλαιστίνη
Μάρθα κλαίει και Μαρία έξω από τη Βηθανία
Λάζαρον τον αδερφό της και γλυκύ τον καρδιακό της .
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Την ημέρα την Τετάρτη κίνησ’ ο χριστός για να ‘ρθει..
Και εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία
Και εμπρός του γονατίζει και τους πόδας του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, Κύριέ μου και Θεέ μου
δε θα πέθαιν’ ο αδερφός μου και ο φίλος ο δικός σου.
Μα τώρα κι εγώ πιστεύω και καλώς το ηξεύρω.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρε και το Λάζαρο θα πάρω.
Δεύρω έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου
Τότε ο Λάζαρος σηκώθη ζωντανός σαβανωμένος
Ζωντανός σαβανωμένος και με τα κεριά ζωσμένος.
-Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
Της καρδούλας των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.»
 
Μετά έλεγαν την ευχή:
«Του χρόνου πάλιν εύχομαι με υγεία να σας βρούμε
στα σπίτια σας χαρούμενοι όλοι να τραγουδούμε!»

Τα κάλαντα του Λαζάρου
 
Αν το σπίτι είχε μικρό παιδί αγόρι ή κορίτσι έλεγαν αντίστοιχα το τραγουδάκι:
«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό και χαϊδεμένο
η μάνα του το προβοδεί στο δάσκαλο να πάει
κι ο δάσκαλος το καρτερεί μ’ ένα μοσχοκλωνάρι
κλωνάρι μοσχοκλώναρο και μοσχομυρισμένο
- Παιδί μου πουν’ τα γράμματα, παιδί μου πού είν’ ο νους σου
- Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου πέρα ως πέρα
Πέρα πέρα κι αντίπερα πέρα στις μαυρομάτες.»
 
« Φραγγίτσα δω Φραγγίτσα κει Φραγγίτσα πάει στη βρύση
με το γιορτάνι στο λαιμό με τη λιανή τη μέση
και με το ‘σημοζούναρο χαμπλά χαμπλά ζωσμένη
πό ‘χει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σαν γαϊτάνι
το πάνω ματοτσίνορο σα ελληνικό δοξάρι.»
 

Η Κυριακή των Βαΐων

Την ημέρα αυτή στην εκκλησία ο παπάς μοιράζει στους πιστούς κλαδιά από δάφνη και οι νοικοκυρές τα φυλάνε στο εικόνισμα. Τα φύλλα αυτά τα χρησιμοποιούσαν βέβαια και στη μαγειρική αλλά και για ξεμάτιασμα ανθρώπων και ζώων. Τα έκαιγαν και πίστευαν ότι ο καπνός διώχνει το κακό.
 
Την Κυριακή των Βαΐων τρώνε μπακαλιάρο σκορδαλιά ή μπακαλιάρο με κρεμμύδια ή με ρύζι.
 
Από την ημέρα αυτή έπρεπε να αρχίσουν να φτιάχνουν τη βαφή για τα κόκκινα αυγά που θα έβαφαν τη Μεγάλη Πέμπτη. Στα μπακάλικα του χωριού πουλούσαν ένα ειδικό ξύλο που λεγόταν ‘μπακάμη’ (αιματόξυλο). Το έβαζαν στο νερό να μουλιάσει κι αυτό έβγαζε ένα κόκκινο χρώμα.
 

 

Η Μεγάλη Πέμπτη

Τη ημέρα αυτή πρώτη και κύρια δουλειά στο σπίτι ήταν το βάψιμο των κόκκινων αυγών με τη ‘μπακάμη’. Με τη μπογιά που περίσσευε έβαφαν την πλάτη ή το κεφάλι των οικόσιτων ζώων. Την υπόλοιπη θα τη χύσουν στο ποτάμι της Αναλήψεως.
 
Μερικά αυγά τα ζωγράφιζαν με βιτριόλι που προμηθεύονταν από τους καλαντζήδες. Σχεδίαζαν λουλούδια ή έγραφαν Χ.Α. (Χριστός Ανέστη). Τα αυγά αυτά τα έλεγαν ‘περδίκες’ και τα πρόσφεραν οι νονοί στα βαφτιστήρια τους ή οι πεθερές στις νεαρές νύφες και στα αρραβωνιασμένα ζευγάρια μαζί με μια κουλούρα ρουφτένια (από αλεύρι ρεβιθιού) μ’ ένα αυγό στη μέση.
 
Πολλές νοικοκυρές από τη Μεγάλη Τετάρτη ή το Μεγάλο Σάββατο έφτιαχναν κουλούρες ρουφτένιες.
 
Την ημέρα αυτή τα κορίτσια του χωριού πήγαιναν να μαζέψουν αγριολούλουδα, ίτσια, πασχαλούδες και μάραντα για να στολίσουν τον Επιτάφιο.
 
Τη Μεγάλη Πέμπτη θα βράσουν και τη φασολάδα για την επόμενη μέρα γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν επιτρέπεται να κάνουν καμία δουλειά.
 
Την Μεγάλη Πέμπτη αγόραζαν τις λαμπάδες, μία για κάθε μέλος της οικογένειας και ακόμη δώδεκα για να τις ανάψουν στα εξωκλήσια του χωριού. Σε όσα δεν μπορούσαν να πάνε, έδιναν τις λαμπάδες στους κτήτορες την εκκλησιών.
 

 

Η Μεγάλη Παρασκευή

Είναι ημέρα μεγάλου πένθους για τη σταύρωση του Χριστού και οι γυναίκες που ξαγρυπνούν στην εκκλησία ψάλουν το ‘Σήμερα μαύρος ουρανός’:
 
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρεις καταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει στο περιβόλι
Να λάβει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι
Κι η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
Τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα
-Πάψε Κυρά τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες
το γιο σου τον επιάσανε και στο χαλκιά τον πάνε
Μες στου Πιλάτου τα σουβλιά εκεί τον τυρανάνε
Χαλκιά χαλκιά φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πιρόνια.
Κι αυτός ο παλιοφαραός βαρεί και φτιάνει πέντα.
-Συ φαραέ που τα ‘φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις
-Τώρα που με ρωτήσατε, εγώ θα σας διδάξω.
Βάλτε τα δυο στα πόδια του, τα δυο στα λυτροπόδια.
Το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδούλα
Να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η ψυχούλα.
Η Παναγιά σαν τα’ άκουσε, έπεσε και λιγώθει.
Στάμνες νερό της έριχναν, τρία κανάτια μούστο
Και τρία μυροδόσταμα ώσπου να έρθει ο νους της.
Ζητεί μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει.
Ζητά φωτιά για να καεί για το μονογενή της.
-Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες
Μάνα μ’ αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιούνται οι μάνες όλες
Μάνα μου αν καείς εσύ , καίγονται οι μάνες όλες
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή κι η μάνα του Λαζάρου
Κι η αδερφή του Ιακώβ οι τέσσερις αντάμα.
Κίνησαν το στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα
-Ανοίξτε πόρτες του ληστού και πόρτες του Πιλάτου.
Κι οι πόρτες απ’ το φόβο τους άνοιξαν μοναχές τους
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει
Τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άγιο Γιάννη
-Άϊ-Γιάννη μου και Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου
μην είδες τον ιγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χέρι πάλαμο για να σου τον εδείξω
μον’ τήρα κείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φοράει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να πω μανούλα μου, τι διάφορο δεν έχεις
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσονύχτι
όταν λαλήσει ο πετεινός, σημάνουν οι καμπάνες.
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια
Σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι
Όποιος το λέγει σώζεται κι όποιος τα’ ακούει αγιάζει
Κι όποιος το καλοαφκράζεται, παράδεισο θα λάβει
Παράδεισο κι αϊ-λίβανο από τον άγιο Τάφο.»
 
Το παρακάτω τραγούδι το έλεγαν όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα αλλά και το Σάββατο του Λαζάρου με τα ‘χελιδόνια’.:
«Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δέντρος δεν ήτανε, δέντρος εφανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία
Κι αυτά τα μοσχοκλώναρα ήταν οι μαθητές του
Κι αυτά τα φύλλα πο’ πεφταν ήταν οι μάρτυρές του
Που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη
-Χριστέ μου ποιος σε σταύρωσε; Οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.»
 
Το παρακάτω τραγούδι το τραγουδούσαν οι κοπέλες όταν έβγαινε το φεγγάρι της Πασχαλιάς. Κρατούσαν στο χέρι τους ένα αντικείμενο χρυσό ή ασημένιο και περίμεναν το βράδυ πότε θα σκάσει στον ορίζοντα το λαμπρό φεγγάρι. Και μόλις ξεπρόβαλε πίσω από τις βουνοκορφές του Σμόλικα άρχιζαν το χορό τραγουδώντας το τραγουδάκι:
«Νιο φεγγάρι, νιο παλικάρι
νιο σπυρί μαργαριτάρι
τα τσιαμπάδια (μαλλιά) ως το ζ’νάρι
κι η σακούλα του γιομάτη
λίρες, λίρες, λίρες, νομ (δωσ’ μου) κι εμένα λίρες
λίρες, λίρες, λίρες.»
 

 

Το Μεγάλο Σάββατο

Στα σπίτια ετοίμαζαν τον οβελία και τη μαγειρίτσα. Η πεθερά, αν είχε αρραβωνιασμένο γιο, έπαιρνε μια λαμπάδα στολισμένη με φιόγκο, μια κουλούρα ρουφτένια (από αλεύρι ρεβιθιού), ένα κόκκινο αυγό και πήγαινε να τα προσφέρει στην αρραβωνιαστικιά του γιου της.

 

Η Ανάσταση

Στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας η καμπάνα για τη γιορτή της Ανάστασης χτυπούσε στις 2 τα μεσάνυχτα για να μπορούν να έρθουν κρυφά στα σπίτια και να γιορτάσουν μαζί με τις οικογένειές τους και οι Κλέφτες που ζούσαν στα βουνά έξω από το χωριό.
Όταν μετά την εκκλησία γύριζαν στο σπίτι έτρωγαν τη μαγειρίτσα. Την άλλη μέρα πήγαιναν πάλι στην εκκλησία για να γιορτάσουν τη Δεύτερη Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας οι γυνάικες χόρευαν στην πλατεία της εκκλησίας το τραγούδι ‘Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά’. Το χόρευαν τραγουδώντας χωρίς τη συνοδεία οργάνων.
«Ορέ σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά
κι αύριο είναι πανηγύρι, μα το Χριστός Ανέστη
κι αύριο είναι πανηγύρι μα το Αληθώς Ανέστη
ορέ ‘ν’ όλες οι νύφες στο χορό
κι όλες οι μαυρομάτες μα το Χριστός Ανέστη
κι όλες μαυρομάτες μα το Αληθώς Ανέστη
Ορέ κι εσύ Δέσπω μ’ δε φαίνεσαι
Μες στο χορό να σέρνεις μα το Χριστός Ανέστη
Μες στο χορό να σέρνεις μα το Αληθώς Ανέστη
Ορέ μάνα μου κλαίει το παιδί
Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Χριστός Ανέστη
Μάνα μου δε μ’ αφήνει, μα το Αληθώς Ανέστη.
Ορ’ε Δέσπω μ’ δώσ’ του ένα αυγό
Να παίξει να ξεχάσει, μα το Χριστός Ανέστη
Να παίξει να ξεχάσει, μα τ’ Αληθώς Ανέστη.»
 
Το παραδοσιακό αρνί το έψηναν συνήθως στον πέτρινο φούρνο του σπιτιού γιατί οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεπαν το ψήσιμο στη σούβλα. Το τραπέζι βέβαια ήταν πολύ πλούσιο για τη μέρα αυτή με τα δεδομένα της εποχής φυσικά.
 
Τη Δευτέρα μετά την Ανάσταση τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.
 
Κάθε μέρα την εβδομάδα της Διακαινησίμου λειτουργούσαν, όπως και σήμερα βέβαια, όλα τα εξωκλήσια του χωριού με τη σειρά.
 
Τη Δευτέρα πήγαιναν στον Αϊ-Γιώργη αν ήταν η γιορτή του, την Τρίτη στον Άγιο Νικόλαο, την Τετάρτη στον Άϊ-Δημήτρη, Την Πέμπτη στην Αγία Βαρβάρα, την Παρασκευή Στην Αγία Παρασκευή. Την Πρωτομαγιά πήγαιναν στον Άϊ-Λια και στον Άγιο Αθανάσιο πήγαιναν στις 2 Μαΐου. Την Πρωτομαγιά, γιορτή της φύσης, στόλιζαν τις μπούκλες (ξύλινα παγούρια) με λουλούδια, έδεναν στη μέση μια χλιδρονιά (αναρριχητικό φυτό), στο κεφάλι έβαζαν ένα στεφάνι από λουλούδια.
 
Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου έπρεπε να κανονίσουν σε ποιον τσομπάνο θα δώσουν τα οικόσιτα ζώα τους, γίδια ή πρόβατα, για να τα ξεκαλοκαιριάσει στο βουνό. Η διάρκεια της συμφωνίας έληγε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου. Περισσότερα για τα έθιμα που αναφέρονται στην κτηνοτροφική ζωή των κατοίκων θα μιλήσουμε σε ξεχωριστή ενότητα.

 

 

Του Αγίου Κωνσταντίνου

Την ημέρα αυτή οι τσοπαναραίοι συγκέντρωναν τα οικόσιτα ζώα και τα έβγαζαν έξω στα βουνά του χωριού για να ξεκαλοκαιριάσουν μέχρι τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου οπότε θα τα έφερναν πίσω στο χωριό γιατί το χειμώνα τα κρατούσαν στα σπίτια τους οι ιδιοκτήτες.
 
Το κοπάδι το συνόδευαν οι γυναίκες μέχρι την άκρη του χωριού και γυρίζοντας πίσω έκοβαν ένα κλαδί κρανιάς και λίγο χορτάρι κι αυτά τα τρύπωναν στον τοίχο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Αυτό το έκαναν κάθε φορά που ξεπροβοδούσαν τους άντρες τους για να πάνε ταξίδι στα ‘ξένα’ για να ασκήσουν τη μαστορική. Τότε όμως έκοβαν μόνο κλαδί κρανιάς. Έτσι έμεινα η φράση ‘Θα κόψουμε κρανιά και για σένα’.
 
 
 

Της Αναλήψεως

 
Την ημέρα αυτή οι γυναίκες πήγαιναν στο ποτάμι παίρνοντας μαζί τους και τα μικρότερα παιδιά. Στο νερό του ποταμού έχυναν τη μπογιά που είχαν βάψει τα αυγά κι έπειτα έλουζαν το κεφάλι κι έπλεναν τα πόδια τους.
 

Της Πεντηκοστής – Τα ‘Ρουσάλια’

Το Σάββατο της Πεντηκοστής σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές ΄φτιάχνουν πίτες και τις πάνε στην εκκλησία για να τις προσφέρουν στις ψυχές των νεκρών. Πιστεύουν ότι από την Μεγάλη Πέμπτη οι ψυχές των αγαπημένων προσώπων που έχουν πεθάνει κατεβαίνουν στη γη, καθώς κι ο Χριστός με την Ανάστασή του νίκησε το θάνατο, μέχρι που ξαναφεύγουν την ημέρα της Πεντηκοστής.
 
Οι πίτες είναι συνήθως κλωστές (στριφτές) με τυρί ή γλυκές με καρύδια και ζάχαρη. Τις πάνε νωρίς νωρίς στην εκκλησία με μια λαμπάδα κι ένα πανέρι με τριαντάφυλλα. Μετά τη λειτουργία τις μοιράζουν στον κόσμο για να τις φάνε και να συγχωρέσουν τους νεκρούς για να επιστρέψουν ευχαριστημένοι στον ουρανό. Την εκκλησία πρέπει να αφήσουν και τις λαμπάδες που δεν είχαν καεί την Ανάσταση.
 
Το έθιμο αυτό το λένε ‘ρουσάλια’ και ίσως να προέρχεται από το λατινικό rosa που σημαίνει τριαντάφυλλο.
 
Την Τρίτη, μετά τη Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, θα γίνει λειτουργία στο εξωκλήσι της Αγίας Τριάδας.
 

Η Πιρπιρούνα

Το έθιμο αυτό γινόταν για να προκαλέσουν τη φύση να φέρει βροχή και γινόταν συνήθως Μάιο ή Ιούνιο όταν η βροχή ήταν απαραίτητη για να φυτρώσουν οι καλλιέργειες. Είναι ένα έθιμο με καταγωγή από την εποχή της ειδωλολατρίας.
 
Οι γυναίκες του χωριού μάζευαν από το ποτάμι φύλλα από ‘παρπαντίλες’, είναι πλατιά φύλλα από ένα υδρόφιλο ποώδες φυτό και μ’ αυτά έντυναν ένα κορίτσι ορφανό από πατέ<